- ἰσημερίας
- ἰσημερίᾱς , ἰσημερίαequinoxfem acc plἰσημερίᾱς , ἰσημερίαequinoxfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
μέση ισημερία — (Αστρον.). Αποτελεί τη θέση της εαρινής ισημερίας, αν γίνει διόρθωση της πραγματικής ισημερίας για τις μικρές περιοδικές μετατοπίσεις που οφείλονται στην ταλάντευση του άξονα της Γης. Οι συντεταγμένες στους αστρικούς χάρτες και καταλόγους συνήθως … Dictionary of Greek
Фалес Милетский — философ VII века до Р. Хр. (предположительно 624 548), один из семи мудрецов Греции, родоначальник (άρχηγέτης) греческой философии. Ф. был современником Солона и Креза. Отец Ф. звался Экзамием ; в этом имени Р. Шустер усмотрел некоторое сходство… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Фалес Милетский — Θαλῆς ὁ Μιλήσιος Θαλῆς ὁ Μιλήσιος … Википедия
Фалес — Θαλῆς ὁ Μιλήσιος Фалес Милетский Дата и место рождения: 640/624 до н. э. Да … Википедия
NUPTIALE Tempus — accurate semper observatum. Et quidem apud Hebraeos, dote constitutâ, deducere Sponsam Sponso licuit, ita tamen, ut tum temporis morae ratio haberetur, tum dierum Deductioni ex more praestitutorum. Nempe minor in potestate patria desponstat, nisi … Hofmann J. Lexicon universale
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
άνοιξη — Εποχή του έτους, μεταξύ της εαρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου. Στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 Μαρτίου, τελειώνει στις 21 Ιουνίου και διαρκεί 93 ημέρες. Οι ημέρες έχουν μέση διάρκεια και συνεχώς μεγαλώνουν. Ο ήλιος περνά από… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek